- παναπηρής
- παν-α-πηρής, ές, ganz unverstümmelt, unversehrt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παναπηρής — παναπηρής, ές (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που δεν υπέστη κανέναν ακρωτηριασμό, καθ όλα ακέραιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀπηρής «αρτιμελής»] … Dictionary of Greek
παναπηρέας — παναπηρής all unmutilated masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)